- προσθίους
- πρόσθιοςforemostmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… … Dictionary of Greek
οσφυοϊερός — ά, ό ανατ. αυτός που έχει σχέση με το ιερό οστό και τον τελευταίο οσφυϊκό σπόνδυλο (α. «οσφυοϊερά άρθρωση» η άρθρωση μεταξύ τού πέμπτου οσφυϊκού σπονδύλου και τής άνω επιφάνειας τού ιερού οστού β. «οσφυοϊερό πλέγμα» νευρικό πλέγμα που… … Dictionary of Greek
τετραδάκτυλος — η, ο / τετραδάκτυλος, ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, η, ον, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους πόδας... τετραδακτύλους», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα * +… … Dictionary of Greek
αιδοιικό πλέγμα — Η συνέχεια του ιερού πλέγματος προς τα κάτω. Σχηματίζεται από τους πρόσθιους κλάδους του 4ου και κατά ένα μέρος του 3ου ιερού νεύρου και τους αναστομωτικούς κλάδους του 2ου ιερού νεύρου. Αναστομώνεται με το κοκκυγικό και το υπογάστριο φυσικό… … Dictionary of Greek